χλώρωση

χλώρωση
η, Ν
1. ιατρ. σιδηροπενική αναιμία
2. (φυτοπαθ.) σύμπτωμα, εμφανιζόμενο σε μη υγιή πράσινα φυτά, κατά το οποίο τα φύλλα και άλλα όργανά τους αποκτούν υποπράσινο ή υποκίτρινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorosis < χλωρός. Η λ., στον λόγιο τ. χλώρωσις, μαρτυρείται από το 1838 στον Ιω. Δεκιγάλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χλώρωση — η 1. αναιμία, κατά την οποία το πρόσωπο παίρνει μια πρασινωπή κιτρινάδα. 2. ασθένεια ορισμένων φυτών, κατά την οποία κιτρινίζουν τα φύλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλωρίαση — Oνομάζεται και χλώρωση. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το νόσημα που σχετίζεται με τη διαταραχή των διεργασιών στη χρησιμοποίηση του σιδήρου από τον οργανισμό. Η χ. συγκαταλέγεται στην ομάδα των αναιμιών, που οφείλονται στην έλλειψη σιδήρου. * *… …   Dictionary of Greek

  • χλωρωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χλώρωοη 2. αυτός που πάσχει από χλώρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλώρωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον θ. Ορφανίδη] …   Dictionary of Greek

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”