χλώρωση — η 1. αναιμία, κατά την οποία το πρόσωπο παίρνει μια πρασινωπή κιτρινάδα. 2. ασθένεια ορισμένων φυτών, κατά την οποία κιτρινίζουν τα φύλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλωρίαση — Oνομάζεται και χλώρωση. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το νόσημα που σχετίζεται με τη διαταραχή των διεργασιών στη χρησιμοποίηση του σιδήρου από τον οργανισμό. Η χ. συγκαταλέγεται στην ομάδα των αναιμιών, που οφείλονται στην έλλειψη σιδήρου. * *… … Dictionary of Greek
χλωρωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χλώρωοη 2. αυτός που πάσχει από χλώρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλώρωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον θ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… … Dictionary of Greek